- πυκνόφθαλμος
- πυκνόφθαλμος, ον,A with thick-set eyes,
π. κόραι E.Fr.1063.14
.II of plants, with too many leaf-buds, Thphr.CP3.15.3: [comp] Comp., Id.HP 5.4.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. κόραι E.Fr.1063.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πυκνοφθαλμότεραι — πυκνόφθαλμος with thick set eyes fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοφθάλμους — πυκνόφθαλμος with thick set eyes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνόφθαλμα — πυκνόφθαλμος with thick set eyes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek